- γυμνόστηθος
- -η, -οαυτός που έχει ακάλυπτο το στήθος του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνόστηθος — η, ο αυτός που έχει γυμνά τα στήθη, ξεστήθωτος: Στις παραλίες πολλές γυναίκες κυκλοφορούν γυμνόστηθες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάστηθος — η, ο 1. ορθόστηθος 2. γυμνόστηθος … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek
γυμνόστερνος — η, ο ο γυμνόστηθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + στέρνο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Μιχαήλ Μητσάκη] … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek